χειροτονητώς

χειροτονητώς
Μ
επίρρ. βλ. χειροτονητός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χειροτονητός — ή, όν, ΜΑ [χειροτονῶ] αυτός που εκλέγεται ή αναδεικνύεται με χειροτονία, με ανάταση τών χεριών και όχι με κλήρωση (α. «τὰς χειροτονητὰς ἀρχὰς ἁπάσας ἑνὶ περιλαβὼν ὀνόματι ὁ νομοθέτης», Αισχίν. β. «ἐγὼ χειροτονητὸς ὑφ ἁπάντων προκριθεὶς ἄρχων»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”